- αβαρία
- Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την α., η νομοθετική ρύθμιση του θέματος κρίθηκε απαραίτητη. Είναι από τους πιο παλαιούς θεσμούς. Ίχνη του βρίσκουμε στον Νόμο των Ροδίων (408 π.Χ.) στο Ρωμαϊκό και στο Ιουστινιάνειο δίκαιο. Οι Γάλλοι πρώτοι, το 1682, στο Διάταγμα για το Ναυτικό και αργότερα στον Κώδικα του Εμπορίου (1808) περιέλαβαν λεπτομερείς διατάξεις για την α. Η ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας τον 19ο αι. αλλά και οι διαφορές που παρατηρούνταν στις νομοθεσίες των χωρών σχετικά με την α. καθιστούσαν αναγκαία την ενοποίηση επί διεθνούς επιπέδου των κανονισμών που ήδη υπήρχαν. Με πρωτοβουλία Άγγλων εφοπλιστών, εμπόρων και ασφαλιστών, συγκλήθηκαν δύο διασκέψεις, η μια στην Υόρκη (1864) και η άλλη στην Αμβέρσα (1877), που διατύπωσαν τους λεγόμενους Κανόνες Υόρκης-Αμβέρσας. Οι κανόνες αυτοί, που συμπληρώθηκαν στις διασκέψεις της Κοπεγχάγης (1950) και του Αμβούργου (1974), μολονότι δεν αποτελούν νομοθετικά κείμενα δεσμευτικά για όλες τις χώρες, υιοθετήθηκαν και εφαρμόζονται σε όλα τα ναυλοσύμφωνα και τις φορτωτικές. Στην Ελλάδα, o Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ακολουθεί, σε πολλά σημεία, τους Κανόνες Υόρκης και Αμβέρσας.
* * *η1. ζημιά πλοίου που βρίσκεται εν πλω και που οφείλεται είτε σε βλάβη τού ίδιου τού πλοίου είτε στην απόρριψη μέρους ή και ολόκληρου τού φορτίου του στη θάλασσα, για να αποφευχθεί ο καταποντισμός του2. συνεκδ. κάθε υλική ζημιά3. (μτφ. φρ.) «κάνω αβαρία» — υποχωρώ, ελαττώνω, μειώνω τις απαιτήσεις, τις αξιώσεις μου, απαρνιέμαι εν μέρει τις ιδέες, τις απόψεις μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avaria (= βλάβη πλοίου).ΠΑΡ. αβαριάτος].
Dictionary of Greek. 2013.